- επιλελογισμένως
- ἐπιλελογισμένως (Α)επίρρ. με λογισμό, με περίσκεψη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιλελογισμένως — with consideration indeclform (adverb) ἐπιλογίζομαι reckon over perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)